- στεφανοπώλης
- ο , στεφανοπωλήτρια и στεφανόπωλις (-ιδος) η продав|ец, -щица брачных венцов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στεφανοπώλης — dealer in crowns masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανοπώλης — ο, θηλ. στεφανοπωλήτρια ΝΑ, θηλ. και στεφανόπωλις, ώλιδος, Α πωλητής στεφάνων αρχ. (το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) Στεφανοπώλιδες τίτλος κωμωδίας τού Ευβούλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + πώλης*] … Dictionary of Greek
στεφανοπῶλαι — στεφανοπώλης dealer in crowns masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
στεφανοπωλήτρια — η, ΝΑ βλ. στεφανοπώλης … Dictionary of Greek